- έκτριμμα
- το мед. язвочка, потёртость (на коже)
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ἔκτριμμα — sore caused by rubbing neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
έκτριμμα — το (AM ἔκτριμμα) 1. ό,τι αποβάλλεται με το τρίψιμο 2. έλκος, πληγή που δημιουργείται από τρίψιμο αρχ. ύφασμα για τρίψιμο, πετσέτα, χειρόμακτρον … Dictionary of Greek
ἐκτρίμματα — ἔκτριμμα sore caused by rubbing neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)